Μία… Ιστορία Αγάπης
Μία… Ιστορία Αγάπης
«Ο καλός χριστιανός δεν κάνει διάλογο με τον άπιστο αλλά του καρφώνει το ξίφος στην κοιλιά όσο πιο βαθιά μπορεί» (Bernard Gui, ιεροεξεταστής, περ. 1320).
Για το πώς επεκράτησε στην ανθρωπότητα ο Χριστιανισμός, ο μέσος άνθρωπος πιστεύει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι μία φορά και έναν καιρό ήσαν κάποιοι άνθρωποι που ζούσαν στα… «σκοτάδια της ειδωλολατρίας» και κάποτε εμφανίσθηκε στα εδάφη τους κάποιος κύριος μ’ ένα βιβλίο στο χέρι και ένα χαμόγελο στα χείλη και τους είπε κάτι ωραία λόγια και μετά εκείνοι… «εφωτίσθησαν» και έγιναν αυτομάτως χριστιανοί (κάποιοι μάλιστα θύμωσαν κιόλας που τόσες χιλιάδες χρόνια λάτρευαν «είδωλα» και τα έσπασαν... μόνοι τους).
Πολύ καλό βεβαίως για να’ ναι αληθινό, να όμως που δισεκατομμύρια αφελέστατοι άνθρωποι ανά τον πλανήτη μοιάζει να το πιστεύουν και μάλιστα δίχως τον ελάχιστο περαιτέρω προβληματισμό. Άλλωστε στα πιστευόμενα αυτών των ανθρώπων ενυπάρχουν ακόμη πιο παράλογα πράγματα, ώστε αυτή η αφελέστατη αφήγηση να μοιάζει η πλέον πραγματική. Η αληθινή δηλαδή η ανεξίθρησκη και μη ιδεολογικοποιημένη Ιστορία, λέει ωστόσο εντελώς διαφορετικά πράγματα: εκείνοι οι υποτιθέμενοι «ανόητοι» που ζούσαν στα υποτιθέμενα… «σκοτάδια» αρνήθηκαν, όπως άλλωστε είναι λογικό και φυσικό για τον κάθε ελεύθερο και αξιοπρεπή άνθρωπο, να τα εγκαταλείψουν μόνο και μόνο επειδή κάποιοι το απαίτησαν και χρειάσθηκε συνεπώς εξαιρετικά μεγάλη ποσότητα βίας για να υποχρεωθούν να το κάνουν. Και επειδή επίσης οι περισσότεροι απλώς δεν το έκαναν ποτέ, εξαφανίσθησαν έκτοτε από προσώπου γής, γιατί απλώς αυτή η αλαζονική «νέα αλήθεια», που έχει εργολαβικά αναλάβει τον καθολικό πόλεμο κατά της Φύσης και της Λογικής όπως πολύ εύστοχα το έχει διατυπώσει ο Baron d’ Holbach, δεν ανεχόταν ετεροδοξίες και άλλα συναφή ενοχλητικά πράγματα, ή φαίνεται, συν τοις άλλοις, πως εκτιμούσε ότι έπρεπε να ξεπλύνει το αίμα κάποιων ελαχίστων χιλιάδων «μαρτύρων» της, πραγματικών αλλά και φανταστικών, με την επί αιώνες κατασφαγή δισεκατομμυρίων «γκογίμ» δηλαδή, κατά τους «αγίους» ευαγγελιστές της, αβαπτίστων «παγανιστών» «κτηνανθρώπων». Μόνον «ένας Θεός» όφειλε να υπάρχει στους ουρανούς και μόνον «ένα είδος» ανθρώπου επάνω στη γή.
Αυτή η πέρα για πέρα αφύσικη και παράφρων απαίτηση, αυτή η διαστροφή του ανθρώπινου νου και ψυχισμού, σήμερα δεν ακούγεται, φυσικά, ως τέτοια. Είναι άλλωστε το εκάστοτε αυτί εκείνο που εκτιμά και χαρακτηρίζει τον κάθε λόγο. Και όταν υπάρχει μία ανθρωπότητα ήδη προγραμματισμένη στο να θεωρεί «φυσιολογική» την πιο πάνω απαίτηση, θα ήμασταν εμείς αντίθετα εξαιρετικά παράλογοι να περιμέναμε εσωτερικά ερωτήματα και ευαισθησίες υπέρ της ανθρώπινης πολυμορφίας ή υπέρ της στοιχειώδους ελευθερίας κάποιου να διαφέρει. Απλώς, υπήρξαν, υπάρχουν και πάνοτε θα υπάρχουν, κάποιοι λίγοι διαφορετικοί που τολμούν πού και πού να φωνάξουν, με πολύ υψηλό συνήθως κόστος, ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός» (και, κυρίως, εξαιρετικά ακάθαρτος).
Ένας από αυτούς τους λίγους τομηρούς ανθρώπους, η συγγραφέας Helen Ellerbe, έγραψε πρόσφατα: «Η σκοτεινή πλευρά της Χριστιανικής Ιστορίας δεν ήταν ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανθρώπινης φύσης. Ήταν αντιθέτως, το αποτέλεσμα μίας πολύ συγκεκριμένης ιδεολογίας και θρησκευτικής πίστης. Όπως έχει αγνοηθεί επιμελώς ο τρόμος της Χριστιανικής Ιστορίας, έχει επίσης αγνοηθεί και η καταγγελία των χριστιανικών αντιλήψεων και της επιβίωσής τους στον σύγχρονο, φαινομενικά μόνον θρησκευτικά αδιάφορο, κόσμο μας…» Λίγα θα μπορούσα να προσθέσω εγώ σε αυτά τα σύντομα αλλά μεστά λόγια. Θα πω απλώς ότι ο χρονολογικός ιστορικός κατάλογος των βημάτων τού Χριστιανισμού έως την (φαινομενικά) «τελική» επικράτησή του, που ακολουθεί, δεν εξαντλεί επ’ ουδενί το όλο θέμα. Απλώς… ο συγγραφέας κάπου ο ίδιος εξαντλήθηκε, πόσο μάλλον στην παρούσα δεύτερη απαυξημένη έκδοση που εξ ανάγκης κατέληξε τεράστια (περίπου 1.000 σελίδες !) λόγω της βλακείας και του θράσους των ημεδαπών τουλάχιστον κατηγορούμενων που αντί να λουφάξουν στην γωνιά τους και να σιωπήσουν (διότι δεν τους θεωρώ ικανούς να ζητήσουν συγνώμη, ούτε καν από μία στοιχειώδη ευφυία), αυτοί αντίθετα εξαπέλυσαν μία αηδιαστική εκστρατεία αμφισβήτησης των ιστορικά τεκμηριωμένων εγκλημάτων τους, προσπαθώντας επιπρόσθετα ηλιθιωδώς να προσβάλουν την αξιοπιστία του γράφοντος αλλά και να καταγγείλουν τους προγόνους μας ως αρρωστημένους «δαιμονολάτρες» που ευτυχώς ήρθε κάποια στιγμή και τους έσωσε ο ξιφοφόρος προσηλυτιστής. Αυτά που παρατίθενται, είναι τελικά τα όσα ο γράφων βρήκε μετά από δεύτερη πρόσθετη έρευνα που ήρθε να προστεθεί στην πολυετή εκείνη που είχε κάνει πραγματοποιήσιμη την αρχική έκδοση, πάντοτε βέβαια μόνο μέσα από εκείνα τα ολίγα που έχουν επιβιώσει αν και κυρίως μέσα από τις χρονογραφίες και τις άλλες προπαγανδιστικές ανοησίες των νικητών (βλ. σχετικά το ειδικό για την παρούσα έκδοση προλόγισμα περί της πλήρους αναξιοπιστίας των καθεστωτικών «πηγών»).
Θα σημειώσω ως παρένθεση εδώ, ότι αν γινόταν να έγραφαν και οι νικημένοι και σφαγμένοι, τότε το ανά χείρας έργο προφανώς θα ήταν… εκατοντάτομο. Εκτός του μεγέθους του όμως, θα είχε επίσης και πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, υπό την έννοια που το έθεσε πριν από μερικές δεκαετίες ο Ε. Α. Rauter, δηλαδή ότι μεγαλύτερη σημασία θα είχε να γράψει την Ιστορία της κατάκτησης τού Μεξικού ένας Αζτέκος («Η Κατασκευή Υπηκόων. Πώς κατασκευάζεται μία γνώμη μέσα σε ένα κεφάλι»). Πράγμα που όμως δεν είναι εφικτό, γιατί απλώς κάποιοι μάρτυρες… εμαρτύρησαν και ως εκ τούτου εξέλειψαν διαπαντός. Εκείνο που μπορεί να υποσχεθεί τουλάχιστον ο γράφων, είναι ότι συνειδητά και προ πολλού έχοντας καθαρίσει τα μάτια του από την αχλύ της κυρίαρχης πίστης και ανωμαλίας, μπορεί να εγγυηθεί μία δικαιότερη παρουσίαση των ηττημένων. Των δολοφονημένων. Των κατακρεουργηθέντων. Των πυρποληθέντων. Εκείνων τέλος πάντων που κατεσπάραξε το κυρίαρχο κτήνος, υπό άπειρες «θεόσταλτες» εμπνεύσεις και διακηρύξεις «αγίων» εκπροσώπων τού «αληθινού» «Ενός Θεού», όπως λ.χ. το ανατριχιαστικό εκείνο «καταραμένος να είναι εκείνος που αποφεύγει να βάψει με αίμα το σπαθί του» του πάπα Γρηγορίου του Ζ, για να μπορεί να άρχει σήμερα το ιερατείο και ο φανερός ή αφανής πολύμορφος στρατός του επάνω σε τούτον τον υπόδουλο πλανήτη (οδηγώντας μάλιστα το οικοσύστημά του με μαθηματική ακρίβεια στον φυσικό όλεθρο).
Βλάσης Ρασσιάς
(Από τον πρόλογο του βιβλίου «Μια... ιστορία Αγάπης. Η ιστορία της χριστιανικής επικρατήσεως.» Τόμος Α (έτη 0 - 400)